νυχοτριχοκοπίζω

νυχοτριχοκοπίζω
νυχοτριχοκοπίζω (Μ)
κόβω τα νύχια και τα μαλλιά κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + τρίχα + θ. κοπ- τού κόπτω, κατά τα ρήματα σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”